λαβυρινθικός

λαβυρινθικός
η , ό[ν] лабиринтный, относящийся к лабиринту; похожий на лабиринт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαβυρινθικός" в других словарях:

  • λαβυρινθικός — ή, ό [λαβύρινθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαβύρινθο τού αφτιού (α. «λαβυρινθικό σύνδρομο» β. «λαβυρινθικός ύδρωψ») 2. φρ. ζωολ. «λαβυρινθικό όργανο» αναπνευστικό όργανο τών ψαριών που ανήκουν στην υπόταξη αναβαντοειδείς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»